Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀνηγός
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός) οδηγός όνου, ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὄνος+ -ηγός (<ἄγω), πρβλ.πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].