ὁλομάδιστος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, completely bald, Cyran.77.
Greek Monolingual
ὁλομάδιστος, -ον (Α)
τελείως μαδημένος, εντελώς φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + μαδίζω.
[ᾰ], ον, completely bald, Cyran.77.
ὁλομάδιστος, -ον (Α)
τελείως μαδημένος, εντελώς φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + μαδίζω.