ὁμηγενής

Revision as of 11:01, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, born together, twin, κοῦρος Epigr.Gr.(add.)228b4 (Ephes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηγενής: -ές, ὁ ὁμοῦ γεννηθείς, δίδυμος, κοῦρον ὁμηγενέα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (Προσθῆκαι) 228b. 4.

Greek Monolingual

ὁμηγενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε σε έναν τοκετό μαζί με άλλον, δίδυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γενής (< γένος). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].