ὀψιπέδων

Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ωνος, ὁ, one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).

German (Pape)

[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».

Greek Monolingual

ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].

Russian (Dvoretsky)

ὀψῐπέδων: ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.