ὑποκατάστασις
English (LSJ)
εως, ἡ, substitution, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, Substitution, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατάστᾰσις: -εως, ἡ, ἀντικατάστασις, μετάθεσις κληρονομίας, Mortreuil Hist. du droit Byz. τ. 2, σ. 376, 33, κλπ.