ὠμόθυμος

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, savage-hearted, S.Aj.885 (lyr.), Ph.2.15, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 885, Φίλων 2. 15, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur dur ou cruel.
Étymologie: ὠμός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].

Russian (Dvoretsky)

ὠμόθῡμος: жестоконравный, суровый Soph.