πολύδερμος

Revision as of 13:52, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A = πολύρρινος, EM395.56 (v.l. πολυδέρματον). II with several layers, of the abdominal wall, Gal.8.952.

German (Pape)

[Seite 661] reich an Fellen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδερμος: -ον, = πολύρρινος, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύρρινος
2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερμος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. παχυ-δερμος].