Ὠαρίων

Revision as of 12:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

Ὠᾰριώνειος, v. sub Ὠρίων.

Greek (Liddell-Scott)

Ὠᾰρίων: Ὠᾰριώνειος, ἴδε ἐν λ. Ὠρίων.

English (Slater)

Ὠαρίων son of Hyrieus; a hunter and constellation. ἔστι δ ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ωαρίωνα νεῖσθαι (N. 2.12) ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων (sc. Meropae, Oenopionis filiae, vel potius uxori, Snell) fr. 72. testt., (cf. Schr., [1921], 470ff.) Hyginus, Astron., 2. 34, Aristomachus (Antimachus coni. Schr.) autem dicit quendam Hyriea fuisse Thebis, Pindarus autem in insula Chio etc. = test. ad fr. 72. Strabo, 9. 2. 12, καὶ ἡ Ὑρία δὲ τῆς Ταναγραίας νῦν ἐστι πρότερον δὲ τῆς Θηβαίδος· ὅπου ὁ Ὑριεὺς μεμύθευται καὶ ἡ τοῦ ὠρίωνος γένεσις ἥν φησι Πίνδαρος ἐν τοῖς διθυράμβοις fr. 73. v. testt., s. v. Πληϊόνα, Πελειάδες.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. Ωρίων.

Greek Monotonic

Ὠᾰρίων: Ὠᾰριώνειος, Δωρ. αντί Ὠρίων, Ὠριώνειος.

Russian (Dvoretsky)

Ὠᾰρίων: ωνος ὁ Pind. = Ὠρίων.