ἐκζωπυρέω

Revision as of 13:55, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

rekindle, πόλεμον Ar. Pax310; ἄνθρακας Plu. Mar.44; παλαιὰν συγγένειαν Id.Rom.29.

German (Pape)

[Seite 759] das glimmende Feuer wieder anfachen, ἐκκαίειν φυσῶντα ἢ ῥιπίζοντα B. A. 40; Theophr.; ἄνθρακας Plut. Har. 44. Übertr., πόλεμον Ar. Pax 310, wie Plut. Crass. 10; συγγένειαν, erneuern, Rom. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκζωπῠρέω: ἀναζωπυρῶ, ἀνάπτω, πόλεμον Ἀριστοφ. Εἰρ. 310· ἄνθρακας Πλουτ. Μάρ. 44· τὴν παλαιὰν οἰκειότητα καὶ συγγένειαν ἐκζωπυρῆσαι, ἀναζωπυρῆσαι, ἀνανεῶσαι, ὁ αὐτ. Ρωμ. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rallumer un feu qui couve ; fig. ranimer, renouveler.
Étymologie: ἐκ, ζωπυρέω.

Spanish (DGE)

1 atizar ἄνθρακας Plu.Mar.44, πῦρ AB 40.18
fig. reavivar τὸν Πόλεμον Ar.Pax 310, cf. Plu.Crass.10, τὴν παλαιὰν ... συγγένειαν Plu.Rom.29.
2 en v. med.-pas. reavivarse τὰ τῆς ὑγείας ἐμπυρεύματα κατ' ὀλίγον ἐκζωπυρούμενα Ph.1.698.

Greek Monotonic

ἐκζωπῠρέω: μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Αριστοφ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκζωπῠρέω:
1) (снова), разжигать (πολλοὺς ἄνθρακας Plut.);
2) возобновлять, восстанавливать (πόλεμον Arph., Plut.; ἐκλιποῦσαν ἤδη τὴν παλαιὰν οἰκειότητα Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to rekindle, Ar., Plut.