αναζωπυρώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω)
κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ (-έω) < ἀνα- + ζωπυρῶ (-έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω.
ΠΑΡ. αναζωπύρωση (-ις) αρχ.-μσν. ἀναζωπύρησις.