κιθαρῳδικός

Revision as of 10:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ή, όν, of or for cithara-playing, νόμοι Ar.Ra.1282; ᾠδή Pl.Lg.722d; ἡ ὑποδωριστὶ -ωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Arist.Pr.922b15: ἡ -κή (sc. τέχνη), = κιθαρῳδία, Pl.Grg.502a. Adv. -κῶς Phlp.in de An.153.29.

German (Pape)

[Seite 1437] ή, όν, zum Spielen der Cither mit Gesangbegleitung gehörig; νόμοι Ar. Ran. 1281; ᾠδή Plat. Legg. IV, 722 d; ἡ κιθαρῳδική, = κιθαρῳδία, Gorg. 502 a; κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Arist. probl. 19, 49.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κιθαρῳδίαν, νόμοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· ᾠδὴ Πλάτ. Νόμ. 722D· ἡ ὑποδωριστὶ κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Ἀριστ. Προβλ. 19, 48, 1. 2) ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) = κιθαρῳδία, Πλάτ. Γοργ. 502Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de chanter en s'accompagnant de la cithare.
Étymologie: κιθαρῳδός.

Greek Monolingual

κιθαρῳδικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κιθαρωδία («κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαρωδική
η κιθαρωδία, η κιθαριστική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθαρῳδός, ή < κιθαρῳδία.

Greek Monotonic

κῐθᾰρῳδικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο της άρπας, σε Αριστοφ.
2. ἡ -κή (ενν. τέχνη) = κιθαρῳδία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρῳδικός: касающийся пения под звуки кифары, кифарный (νόμοι Arph.; ᾠδή Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαρῳδικός -ή -όν [κιθαρῳδός] voor de citer, met citerbegeleiding. subst. ἡ κιθαρῳδική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.

Middle Liddell

κῐθᾰρῳδικός, ή, όν
1. of or for harp-playing, Ar.
2. ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κιθαρῳδία, Plat. [from κῐθᾰρῳδός]

English (Woodhouse)

of harping