λεπτόγεως
English (LSJ)
ων, = λεπτόγειος.
German (Pape)
[Seite 30] ων, att. = λεπτόγειος; τὸ λ., der leichte Boden, Thuc. 1, 2; Strab. VI, 282; Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
au sol maigre ; τὸ λεπτόγεων la maigreur ou l'aridité du sol.
Étymologie: λεπτός, γῆ.
Greek Monolingual
-ων (Α λεπτόγεως, -ων)
βλ. λεπτόγαιος.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόγεως: со скудной почвой, неплодородный (γῆ Thuc.; χώρα Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: λεπτόγειος) having a poor soil, having poor soil