λεπτόγαιος

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

German (Pape)

[Seite 30] = λεπτόγειος, Theophr.

Greek Monolingual

και λεπτόγειος, -ο και λεπτόγεως, -ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, -ον και λεπτόγεως, -ων)
αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα
τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος < λεπτ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. ισόγαιος. Ο τ. λεπτόγειος < λεπτ(ο)- + γειος (< γῆ), πρβλ. ισόγειος. Ο τ. λεπτόγεως < λεπτ(ο)- + -γεως (γῆ), πρβλ. κατώγεως. (Περισσότερα για τη μορφή του β' συνθετικού σε -γαιος, -γειος, -γεως, βλ. στη λ. γη)].