χρυσουργός

Revision as of 10:45, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ὁ, goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui travaille l'or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός)].