θύρασιν

Revision as of 09:55, 8 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

French (Bailly abrégé)

c. θύρασι.

Greek Monolingual

θύρασι (θύρασιν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].