ἀσκαμωνία

Revision as of 08:53, 10 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")

English (LSJ)

ἡ, = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαμωνία: ἡ, = σκαμωνία, εἶδος βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. escamonea, Conuoluulus scammonia L., Gp.12.19.18, Hippiatr.31.4 (cód.), Sud., Tz.Ep.92.

Greek Monolingual

ἀσκαμωνία, η (Μ)
το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + σκαμωνία].