ἀσκαμωνία

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκᾰμωνία Medium diacritics: ἀσκαμωνία Low diacritics: ασκαμωνία Capitals: ΑΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: askamōnía Transliteration B: askamōnia Transliteration C: askamonia Beta Code: a)skamwni/a

English (LSJ)

ἡ, = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. escamonea, Convolvulus scammonia L., Gp.12.19.18, Hippiatr.31.4 (cód.), Sud., Tz.Ep.92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαμωνία: ἡ, = σκαμωνία, εἶδος βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀσκαμωνία, η (Μ)
το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + σκαμωνία].

Translations

scammony

Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: Purgierkraut, Purgierwinde; Ancient Greek: ἀσκαμωνία, δακρύδιον, δάκρυα κάμωνος, κάμων, σκαμώνειον, σκαμμώνιον, σκαμωνία, σκαμμωνία, σκαμμωνίη; Italian: scamonea; Latin: acridium, scammonea, scammonia; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: вьюнок смолоносный, скаммоний; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: escamonea; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain