descalzo
Spanish > Greek
ἄβλαυτος, ἄδετος, ἀνάλιπος, ἀνάρβυλος, ἀνήλιπος, ἀνηλίπους, ἀνυποδήματος, ἀνυπόδητος, ἀπέδιλος, ἀπεδίλωτος, γυμνοπόδης, γυμνόπους, γυμνός, γυμνοσάνδαλος, ζάγρος, λευκόπους, νηλίπεζος, νήλιπος, νηλίπους, νήπους
ἄβλαυτος, ἄδετος, ἀνάλιπος, ἀνάρβυλος, ἀνήλιπος, ἀνηλίπους, ἀνυποδήματος, ἀνυπόδητος, ἀπέδιλος, ἀπεδίλωτος, γυμνοπόδης, γυμνόπους, γυμνός, γυμνοσάνδαλος, ζάγρος, λευκόπους, νηλίπεζος, νήλιπος, νηλίπους, νήπους