ἀπέδιλος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέδῑλος Medium diacritics: ἀπέδιλος Low diacritics: απέδιλος Capitals: ΑΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: apédilos Transliteration B: apedilos Transliteration C: apedilos Beta Code: a)pe/dilos

English (LSJ)

ἀπέδιλον, unshod, A.Pr.135, Nonn. D. 5.407, al.:—also ἀπεδίλωτος, ον, Call.Cer.124.

Spanish (DGE)

(ἀπέδῑλος) -ον
que no tiene los pies ligados fig. veloz, rápido ἀπέδιλος ἀλκά Alcm.1.15, σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.

German (Pape)

[Seite 283] unbeschuht, Aesch. Prom. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans prendre le temps de se chausser.
Étymologie: , πέδιλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέδῑλος: необутый Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέδῑλος: -ον, ὁ ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, Αἰσχύλ. Πρ 135. Ἐν Καλλ. ὕμν. εἰς Δήμ 124, -δίλωτος, ον.

English (Slater)

ᾰπέδῑλος unshod ποι]κιλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (]δειλ[ Π.: supp. et corr. Lobel: sc. Diomedes) fr. 169. 36.

Greek Monolingual

ἀπέδιλος, -ον (AM)
ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος.

Greek Monotonic

ἀπέδῑλος: -ον (πέδιλον), ανυπόδητος, αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πέδιλον
unshod, Aesch.