σκιραφεῖον

Revision as of 10:50, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

(in codd. sometimes σκιράφιον), τό, gambling house, gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.

Russian (Dvoretsky)

σκῑρᾰφεῖον: τό игорный дом Isocr., Luc.

Middle Liddell

σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,
a gambling-house, Isocr. (from σκίραφος)