δίκρᾱνον: τό (δίς, κάρα), ξύλινο γεωργικό εργαλείο, «δικράνι», σε Λουκ.
δίκρᾱνον: τό двузубые вилы Luc.
δί-κρᾱνον, ου, τό, n [δίς, κάραa pitch-fork, Luc.