ἀκμόνιον

Revision as of 10:55, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Aesop.413.

German (Pape)

[Seite 75] τό, kleiner Ambos, Aesop. 284.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Αἴσωπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite enclume.
Étymologie: ἄκμων².

Greek Monolingual

ἀκμόνιον, το (Α)
υποκοριστικό του άκμων.

Greek Monotonic

ἀκμόνιον: τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμόνιον: τό наковаленка Aesop.

Middle Liddell

[Dim. of ἄκμων, Aesop.]