άκμων

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

(-ονος), ο (Α ἄκμων)
σιδερένια βάση, επάνω στην οποία γίνεται η επεξεργασία μεταλλικών αντικειμένων (κν. αμόνι)
αρχ.
1. μετεωρόλιθος, κεραυνός
2. μτφ. ακούραστος, ακαταπόνητος
3. κόπανος, γουδοχέρι
4. είδος αετού
5. είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἄκμων, που σήμαινε στην αρχαία «το αμόνι» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. αμόνι προήλθε από τον υποκοριστικό τ. του ἄκμων
ἀκμόνιον > ἀγμόνιον > ἀμόνι(ν)
βλ. λ. αμόνι), ετυμολογικά συνδέεται με μια σειρά από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την πέτρα, τον λίθο» (πρβλ. αρχ. ινδ. aśman «λίθος, βράχος -ουρανός» και aśmaka- «πέτρινος», λιθ. akmuo «λίθος» κ.ά.). Άρα και το ελλην. ἄκμων θα σήμαινε αρχικά «την πέτρα» (πρβλ. λ.χ. το «χάλκεος ἄκμων» του Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «αμόνι» θα είναι υστερογενής και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό αυτού του εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η πέτρα (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο αμόνι» πέρασε μετά στη σημ. «αμόνι», από όπου μετά και χάλκινο, σιδερένιο αμόνι). Από την τυπολογική για το ελλην. ἄκμων, όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σχέση με τη ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός» (ήτοι ἄκ-μων: ἄκ-ρος, ἀκ-μή, ἀκ-ή, ἄκ-ων κ.λπ.
λιθ. ašmens «κόψη, αιχμή»: λιθ. akmuō «λίθος» κ.λπ.), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη επίδραση τών παραγώγων της ρίζας ακ- πάνω στη σειρά τών λέξεων ἄκμων, Λιθουανικά akmuo κ.τ.ό. που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την πέτρα».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκμοθέτης, ἀκμόθετον. Για τη σχέση με τη ρίζα ακ βλ. λήμμα ακ-].