ὑπόκαυστον

Revision as of 11:01, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

τό, the hot-air space under the sweating-room in a bathing establishment, hypocaust, Plin.Ep.2.17, Stat.Silv.1.5.59.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, ein gewölbter Ort, der unterwärts durch einen Heerd geheizt wird, bes. in den Bädern, das lat. vaporarium. Auch ein solcher unter der Badstube angebrachter Ofen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκαυστον: τό, θολωτὸς θάλαμος λουτρῶνος θερμαινόμενος κάτωθεν δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. πυριατήριον. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον θάλαμον ὑποκαύστρα, Οὐλπ.

Greek Monolingual

τὸ,Α
βλ. ὑπόκαυστος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκαυστον: τό парильня (в бане) Plin. J.