ὑπόκαυστος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
ὑπόκαυστον, heated by a hypocaust, ἀλειπτήρια Herod.Med. in Rh.Mus.58.112.
Greek Monolingual
-ον / ὑπόκαυστος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το υπόκαυστο(ν)
αρχαιολ. υπόγειος θάλαμος τών ρωμαϊκών λουτρώνων ή σπιτιών, ο οποίος θερμαινόμενος μετέδιδε την θερμότητά του με αγωγούς στα επάνω λουτρά ή και στα υπόλοιπα διαμερίσματα του κτηρίου
αρχ.
θερμαινόμενος με ὑποκαύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. περίκαυστος)].