φιλόχρηστος

Revision as of 09:16, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, loving goodness or loving honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.

German (Pape)

[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισό-χρηστος, πολύ-χρηστος)].

Greek Monotonic

φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλόχρηστος: любящий честность, добро или добродетель Xen., Plut.

Middle Liddell

φῐλό-χρηστος, ον,
loving goodness or honesty, Xen.