κοπέας

Revision as of 15:08, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α κοπεύς, -έως) κοπή
1. αυτός που κόβει κάτι
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι
αρχ.
1. ξυλουργός
2. ελαιοτρίβης
3. η σμίλη του λιθοξόου, το γλύφανο του γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῖα καὶ κοπέας», Λουκιαν.).