η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέουςνεοελλ.αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.