συμβαδίζω

Revision as of 19:37, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

go with, τινι J.AJ1.20.3, D.C.77.13, Ael.NA7.41.

German (Pape)

[Seite 976] mitgehen, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰδίζω: βαδίζω ὁμοῦ, βαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 20, 3, Δίων Κ. 77. 13, Αἰλ.

French (Bailly abrégé)

marcher avec, τινι.
Étymologie: σύν, βαδίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
νεοελλ.
έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).