συνυπάρχω
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
exist together, coexist, Arist.EE1241b27, Thphr. Vent.21, Plb.6.39.2, Ph.2.507, Gal.6.441, Arr.Epict.2.1.2; ἀλλήλοις with one another, S.E.P.2.144; ἀναγκαῖον ἀνθρώποις συνυπάρξαι τὰς τέχνας Ph.2.512, cf. Gal.16.555, al.
German (Pape)
mit, zugleich, zusammen sein, vorhanden sein; Pol. 28.18.3; oft S.Emp.
Russian (Dvoretsky)
συνυπάρχω: одновременно быть в наличии, сосуществовать (Arst., Polyb. - v.l. ὑπάρχω, Sext.): σ. (ἅμα) τινί Plat. существовать одновременно с кем(чем)-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπάρχω: ὑπάρχω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 9, 3, Πολύβ. 12. 18, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 2· τινί, μετά τινος, Φίλων 2. 620.