συμπάω

Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και συμπώ Ν
1. συνδαυλίζω τη φωτιά
2. μτφ. υποβοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους < συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)].