babbling
English > Greek (Woodhouse)
subs.
V. γλωσσαλγία, ἡ; see babble.
adj.
Talking: P. and V. λάλος, P. πολύλογος, V. ἀθυρόγλωσσος, στόμαργος, Ar. λαλητικός.
Noisy: V. πολύρροθος, ῥόθιος.
subs.
V. γλωσσαλγία, ἡ; see babble.
adj.
Talking: P. and V. λάλος, P. πολύλογος, V. ἀθυρόγλωσσος, στόμαργος, Ar. λαλητικός.
Noisy: V. πολύρροθος, ῥόθιος.