Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
V. γλωσσαλγία, ἡ; see babble.
talking: P. and V. λάλος, P. πολύλογος, V. ἀθυρόγλωσσος, στόμαργος, Ar. λαλητικός.
noisy: V. πολύρροθος, ῥόθιος.