συνεπανήκω
English (LSJ)
return at the same time, c. dat., Them.Or.15.197c.
Greek Monolingual
Α
επανέρχομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανήκω «επιστρέφω»].
return at the same time, c. dat., Them.Or.15.197c.
Α
επανέρχομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανήκω «επιστρέφω»].