ἐπανήκω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
pf. ἐπάνηκα PAmh.2.50.5 (ii B.C.):—to have come back, return, E.IA1628 (anap.), Pl.Com.68 (cj.), Ph.2.117; ὥς τινα D.47.55; πρός τινα Plb.6.58.3; ἐκ νόσου πρὸς εὐδαιμονίαν Paus.3.9.2; εἰς τὸν οἶκον LXX Pr.7.20.
German (Pape)
[Seite 902] wieder zurückkommen; Eur. I. A. 1628; Aesch. 1, 43; Pol. 6, 58, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
revenir.
Étymologie: ἐπί, ἀνήκω.
Greek Monolingual
ἐπανήκω (AM) ήκω
επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία
β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐπανήκω: επανέρχομαι, επιστρέφω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανήκω: идти назад, возвращаться (ὥς τινα Dem. или πρός τινα Polyb.): χαίρων ἐπάνηκε Eur. вернись счастливо.