ἐπανήκω
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
pf. ἐπάνηκα PAmh.2.50.5 (ii B.C.):—to have come back, return, E.IA1628 (anap.), Pl.Com.68 (cj.), Ph.2.117; ὥς τινα D.47.55; πρός τινα Plb.6.58.3; ἐκ νόσου πρὸς εὐδαιμονίαν Paus.3.9.2; εἰς τὸν οἶκον LXX Pr.7.20.
German (Pape)
[Seite 902] wieder zurückkommen; Eur. I. A. 1628; Aesch. 1, 43; Pol. 6, 58, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
revenir.
Étymologie: ἐπί, ἀνήκω.
Greek Monolingual
ἐπανήκω (AM) ήκω
επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία
β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐπανήκω: επανέρχομαι, επιστρέφω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανήκω: идти назад, возвращаться (ὥς τινα Dem. или πρός τινα Polyb.): χαίρων ἐπάνηκε Eur. вернись счастливо.