συνεκκλίνω

Revision as of 20:10, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.