to be attached together with, Gal.2.446, 18(2).975.
ΜΑ ἐπιφύομαιμσν.μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεσηαρχ.είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.