δεινοκάθεκτος

Revision as of 10:42, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, hard to be repressed, Orph.H.10.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.

German (Pape)

[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.

Greek Monolingual

δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].