ῖνος, ὁ, later form of δελφίς (q.v.).
v. δελφίς.
[Seite 544] Sp., wie Ael, = δελφίς.
δελφίν: -ῖνος, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ δελφίς, (ὃ ἴδε).
οβλ. δελφίνι.
δελφίν -ῖνος zie δελφίς.