διασκεδαστής

Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, scatterer, as adjective, extravagant, reckless, τρόπος Ph.1.89.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
desintegrador, exterminador del Faraón, Ph.1.89, Origenes Pasch.49.29.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, der Zerstreuer, Philo.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια)
1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος
2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους
αρχ.
1. διασκορπιστής
2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής.