διεκπνέω
English (LSJ)
blow from start to finish, of winds, Arist.Mu.394b35.
Spanish (DGE)
1 soplar el viento, Arist.Mu.394b35.
2 disiparse, escapar τὸ πνεῦμα Thphr.CP 2.9.6
•transpirar, exhalar, dejar escapar el aire o gas τὰ ἐρινεά Thphr.CP 2.9.7.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πνέω), heraus- u. durchwehen, Arist. mund. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπνέω: πνέω συνεχῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 15.
Greek Monolingual
(Α διεκπνέω) εκπνέω
νεοελλ.
(για αέρια) εξατμίζομαι, διαφεύγω
αρχ.
(για αέρα)
1. πνέω συνεχώς
2. πνέω προς τα έξω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπνέω: дуть насквозь (ἄνεμοι διεκπνέουσι πρόσω κατ᾽ εὐθεῖαν Arst.).