διεκπνέω

Revision as of 11:12, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

blow from start to finish, of winds, Arist.Mu.394b35.

Spanish (DGE)

1 soplar el viento, Arist.Mu.394b35.
2 disiparse, escapar τὸ πνεῦμα Thphr.CP 2.9.6
transpirar, exhalar, dejar escapar el aire o gas τὰ ἐρινεά Thphr.CP 2.9.7.

German (Pape)

[Seite 618] (s. πνέω), heraus- u. durchwehen, Arist. mund. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπνέω: πνέω συνεχῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 15.

Greek Monolingual

διεκπνέω) εκπνέω
νεοελλ.
(για αέρια) εξατμίζομαι, διαφεύγω
αρχ.
(για αέρα)
1. πνέω συνεχώς
2. πνέω προς τα έξω.

Russian (Dvoretsky)

διεκπνέω: дуть насквозь (ἄνεμοι διεκπνέουσι πρόσω κατ᾽ εὐθεῖαν Arst.).