διωχής

Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ές, (ἔχω) that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.

Spanish (DGE)

-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.

Greek (Liddell-Scott)

διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.

Greek Monolingual

διωχής, -ές (Α)
(για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα.