διωχής
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
διωχές, (ἔχω) that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.
Spanish (DGE)
-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
Greek (Liddell-Scott)
διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.
Greek Monolingual
διωχής, -ές (Α)
(για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα.
German (Pape)
ές, zwei tragend, fahrend; δίφρος Pherecr. bei Poll. 10.47, v.l. διοχής.