δυσεπιβούλευτος
English (LSJ)
ον, A hard to attack secretly, X.Eq.Mag.4.11 (Comp.), Ages.6.7 (Sup.). 2 hard to damage, Apollod.Poliorc.139.7.
Spanish (DGE)
-ον
milit.
1 de pers. y lugares difícil de atacar por sorpresa αὐτοὶ μὲν δυσεπιβουλευτότεροί εἰσιν ἀφανεῖς ὄντες de soldados apostados, X.Eq.Mag.4.11, τόπος Plu.2.275b, de un ejército en alerta, X.Ages.6.7.
2 de ingenios de guerra al que es difícil alcanzar, difícil de dañar Apollod.Poliorc.139.7, 170.12.
German (Pape)
[Seite 679] dem man schwer nachstellen kann, Xen. Ages. 6, 7, im superl., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπιβούλευτος: -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contre qui ou contre quoi il est difficile de prendre des mesures.
Étymologie: δυσ-, ἐπιβουλεύω.
Greek Monolingual
δυσεπιβούλευτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί
2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται.
Greek Monotonic
δυσεπιβούλευτος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται στόχος μυστικής επίθεσης, στόχος εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσεπιβούλευτος: почти неуязвимый для скрытых замыслов (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).
Middle Liddell
δυσ-επιβούλευτος, ον
hard to attack secretly, Xen.