δωδεκαστάσιος

Revision as of 11:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[στᾰ], ον, (ἵστημι) weighing twelve times as much, Pl.Hipparch.231d.

Spanish (DGE)

-ον de doce pesos o libras de oro, Pl.Hipparch.231d.

German (Pape)

[Seite 694] zwölfmal das Gewicht habend, zwölfmal so viel, Plat. Hipparch. 231 d.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαστάσιος: [ᾰ], -ον, (ἵστημι) ζυγίζων δωδεκάκις τόσον, χρυσίον Πλάτ. Ἱππάρχ. 231D.

Greek Monolingual

δωδεκαστάσιος, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει δώδεκα φορές περισσότερο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαστάσιος -ον [δώδεκα, ἵσταμαι] die twaalf keer zoveel weegt.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαστάσιος: весящий или стоящий в двенадцать раз больше (χρυσίον Plat.).