γλία

Revision as of 11:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.

Greek Monolingual

η
βλ. γλοία.

{{etym |etymtx=γλίνη, [[γλίον See also: s. γλοιός. }}

Frisk Etymology German

γλία: γλίνη, γλίον
{glía}
See also: s. γλοιός.
Page 1,312