βασιλείδης

Revision as of 11:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, prince, τῶν δέκα βασιλειδῶν Pl.Criti.116c.

Spanish (DGE)

(βᾰσῐλείδης) -ου, ὁ hijo o hija del rey, príncipe, infante τὴν βασιλειδῶν μούνην λοιπήν de Antígona, S.Ant.941, τῶν δέκα βασιλειδῶν γένος de la descendencia de Clito y Posidón, Pl.Criti.116c
en plu. αἱ βασιλείδαι las ‘princesas’, o ‘infantas’ n. aplicado burlescamente a los órganos sexuales femeninos, Hsch.s.u. Ἀριστόδημος.

Greek (Liddell-Scott)

βασιλείδης: ου, ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως, βασιλόπαις, τῶν δέκα βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
φορμισίους δὲ τὰ γυναικεῖα αἰδοῖα καὶ βασιλείδας, καὶ λαχάρας Hesych.
Étymologie: βασιλεύς.

Greek Monolingual

βασιλείδης, ο (Α) βασιλεύς
ο γιος του βασιλιά.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσῐλείδης: ου ὁ царский сын, царевич Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασιλείδης -ου, ὁ βασιλεύς koningszoon.