βασιλόπαις

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ο
το παιδί του βασιλιά, βασιλόπουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + παις. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].