βατιάκη

Revision as of 11:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ᾰκ], ἡ, a kind of cup, Diph.80; β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Alexandr. Epist. ap. Ath.11.784a, Arist.Mir.834a4, IG11(2).137 (Delos, iv B. C.):—Dim. βᾰτῐάκιον, τό, dub. in Philem.87, cf. IG11.199B8 (Delos, iii B. C.).

Spanish (DGE)

(βᾰτιάκη) -ης, ἡ
• Alolema(s): lat. batioca Plaut.St.694
• Prosodia: [-ᾰ-]
cierta copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.Mir.834a4, cf. IG 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, PCair.Zen.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.
• Etimología: Quizá prést. del iran., cf. pers. bādiyah < *bātiaka-.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39.

Greek (Liddell-Scott)

βατιάκη: ἡ, εἶδος ποτηρίου, Δίφιλ. Τιθρ. 1· β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Ἀριστ. Θαυμασ. 49· -ὑποκορ. βατιάκιον, τό, ἀμφ. ἐν Φιλήμ. Χηρ.1.

Greek Monolingual

βατιάκη, η (Α)
κούπα ρηχή και πλατύστομη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η πληροφορία του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η Βατιάκη είναι περσική φιάλη. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. bādiyah, με βάση ένα αρχ. bātiaka-].

Russian (Dvoretsky)

βατιακή:чаша, кубок Arst.

Frisk Etymology German

βατιάκη: {bătiắkē}
Grammar: f.
Meaning: Art Becher (Diph., Arist., Delos u. a.).
Derivative: Demin. βατιάκιον (Pap., Delos).
Etymology: Technisches Fremdwort ohne Etymologie.
Page 1,226