βαρυβόας

Revision as of 12:01, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, heavy-sounding, πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠβόας) -ου, ὁ de sonido grave πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.

German (Pape)

[Seite 433] πορθμὸς Ἀχέροντος Pind. frg. 107, stark schreiend, tosend.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠβόας: -ου, ὁ. ὁ βαρέως, ἰσχυρῶς βοῶν, βαρύηχος, βαρυβόαν πορθμόν...Ἀχέροντος Πίνδ. Ἀποσπ. 107. 2.

English (Slater)

βᾰρῠβόας
1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.

Greek Monolingual

βαρυβόας, ο (Α)
αυτός που αντηχεί βαριάβαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βόας < βοώ].

Russian (Dvoretsky)

βαρυβόᾱς: adj. m глухо ревущий (πορθμὸς Ἀχέροντος Pind.).